- φρυγμένος
- και φρυμένος, -η, -ο, Ν [φρύγω]ξεροψημένος, καβουρντισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρυγμένος — φρυγμένος, η, ο και φρυμένος, η, ο μτχ. παθ. πρκ. του φρύγω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρύγω — έφρυξα, φρύχτηκα, φρυγμένος και φρυμένος, ψήνω ή ξεραίνω κάτι στη φωτιά, ξεροψήνω, φρυγανίζω, καβουρντίζω: Φρυγμένα σύκα. – Φρυμένο κουλούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)